Η καθημερινότητα μας είναι γεμάτη
επιλογές. Από το τι θα φάμε, τι θα φορέσουμε, τι καφέ θα πιούμε, μέχρι
το ποια διαδρομή θα πάρουμε για πάμε στη δουλειά μας. Παίρνουμε συνεχώς
αποφάσεις σύμφωνα με τις επιλογές μας. Αρκετά συχνά μία επιλογή μας
στηρίζεται στην αξία ενός προϊόντος και φυσικά στο πόσο θέλουμε να το
αγοράσουμε και να πληρώσουμε για αυτό. Σαν καταναλωτές φτάνουμε σε
τέτοιες ανταλλαγές σύμφωνα με την αξία των πραγμάτων συνέχεια.
Σε αυτό το άρθρο της,
η Akshita Agarwal μας αναλύει πως ο ορισμός της αξίας είναι
διαφορετικός για κάθε καταναλωτή. Και εδώ μπορούμε να δούμε πιο
παραστατικά τι ισχύει:
Το παράδοξο της αξίας ή το παράδοξο του
διαμαντιού-νερού αποτελεί την αντίθεση που το νερό παρότι πιο χρήσιμο
για λόγους επιβίωσης, απ’ ότι τα διαμάντια, αυτά κατέχουν μεγαλύτερη
τιμή στην αγορά. Αν και ο Adam Smith
θεωρείται ο πρώτος που παρουσίασε το παράδοξο, αν και είχαν προσπαθήσει
να εκφράσουν πολύ νωρίτερα ο Πλάτων, ο Nicolaus Copernicus, ο John
Locke, ο John Law και άλλοι.
Η περιγραφή του παραδόξου από τον πρωτοπόρο φιλόσοφο και οικονομολόγο Adam Smith έγινε στην διατριβή An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (1776), Εκεί γράφει χαρακτηριστικά:
“Ο όρος ΑΞΊΑ, είναι κάτι που πρέπει να
παρατηρηθεί, έχει δύο διαφορετικές σημασίες, και μερικές φορές εκφράζει
την χρηστικότητα ενός αντικειμένου, και μερικές φορές την αγοραστική
δύναμη που δίνει αυτό το αντικείμενο για την απόκτηση άλλων αγαθών. Η
μία μπορεί να ονομαστεί χρηστική αξία και η άλλη ανταλλακτική αξία.
Τα αντικείμενα με την μεγαλύτερη χρηστική αξία πολύ συχνά έχουν και
μικρή έως μηδενική ανταλλακτική. Σε αντίθεση, τα πράγματα με μεγάλη
ανταλλακτική αξία πολύ συχνά έχουν πολύ χαμηλή ή μηδενική χρηστική.
Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το
νερό, αλλά δεν μπορούμε να αγοράσουμε τίποτα με αυτό. Ένα διαμάντι όμως
έχει ελάχιστη χρηστική αξία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τεράστια
ανταλλακτική.”
Αν και ο ίδιος μιλά για το πως η τιμή
ενός προϊόντος βασίζεται και την χρηστική αξία αλλά και στην
ανταλλακτική, δεν το ονομάζει ως παράδοξο της αξίας. Είναι μία ονομασία
που χρησιμοποιείται στην σημερινή εποχή.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι της εποχής
μας προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτό το παράδοξο της αξίας,
επιχειρώντας να ενοποιήσουν αυτές τις ιδέες με την έννοια της
χρηστικότητας, ή το πόσο πολύ ικανοποιεί τις ανάγκες του ανθρώπου.
Ο φιλόσοφος Jeremy Bentham παρουσίασε πρώτος τον όρο χρηστικότητα – χρησιμότητα στα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία, για να περιγράψει την ικανοποίηση που λαμβάνει κάποιος με την κατανάλωση ενός προϊόντος.
Αυτή η έννοια της χρηστικότητας έγινε το θεμέλιο της θεωρίας της χρηστικότητας.
Σύμφωνα με αυτή, όλοι οι άνθρωποι δρουν με τέτοιο τρόπο ώστε να
μεγιστοποιήσουν την ικανοποίηση/χρηστικότητα και έχει ως αποτέλεσμα την
συλλογή μεγαλύτερης αξίας και ευτυχίας.
Το παράδοξο της αξίας λύθηκε 100 χρόνια μετά από το έργο του Smith. Ο W.S. Jevons, οικονομολόγος και φιλόσοφος, παρουσίασε τον όρο της οριακής χρηστικότητας
(η χρηστικότητα που παράγεται από το κάθε επιπλέον αντικείμενο) στην
μελέτη του με τίτλο ‘A General Mathematical Theory of Political Economy’
(Μία γενικευμένη μαθηματική θεωρία της πολιτικής οικονομίας) (1862).
Εξήγησε ότι δεν έχει σημασία η συνολική χρηστικότητα αλλά η πρόσθετη
χρηστικότητα που παράγεται από την κατανάλωση του τελευταίου
αντικειμένου.
Η οριακή χρηστικότητα ενός αντικειμένου
συχνά μειώνεται όσο αυτό καταναλώνεται. Έτσι η απόκτηση μίας ακόμα
ποσότητας νερού θα δώσει λιγότερη οριακή χρηστικότητα απ’ ότι ένα
παραπάνω διαμάντι.
Η φθίνουσα οριακή χρηστικότητα είναι
ένας νόμος των οικονομικών που ορίζει ότι όσο ένας άνθρωπος αυξάνει την
κατανάλωση ενός προϊόντος, ενώ διατηρεί σταθερή την κατανάλωση άλλων,
υπάρχει μια μείωση στην οριακή χρηστικότητα που λαμβάνει το άτομο από
την κατανάλωση κάθε νέας μονάδας του προϊόντος.
Οι οικονομικές θεωρίες που αναπτύξαμε εδώ αποτελούν κομμάτι της Μικροοικονομίας, μιας υποκατηγορίας των Οικονομικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου